Με αφορμή το ψήφισμα – παρέμβαση του ΓΕΩΤΕΕ – Παρ. Ανατολ. Μακεδ. & Θράκης (δες: εδώ) θα πρέπει να επισημανθεί ένα… παράδοξο της δασικής νομοθεσίας, όπως ισχύει σήμερα, και όπως αναδεικνύεται μέσα από τις αναρτήσεις των Δασικών Χαρτών, μεταξύ των εκτάσεων με χαρακτήρα ΔΑ (εκχερσώσεις) και ΑΔ (δασωμένοι αγροί).
Για τις μεν πρώτες έχουν τεθεί προϋποθέσεις και όροι για τη νομιμοποίηση της αγροτικής χρήσης τους, ή ακόμα και εξαγοράς τους, εάν η εκχέρσωση έχει λάβει χώρα προ του 1975. Για τις δεύτερες, πέραν των προϋποθέσεων που σχετίζονται με την ύπαρξη τίτλων κυριότητας (για την αναγνώριση ιδιωτικών δικαιωμάτων), η εξαίρεση μόνο των δασικών εκτάσεων, από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, και όχι των εκτάσεων με μορφή δάσους (βλ. άρθρο 67 ν. 998/79, όπως ισχύει), δυσκολεύει εξαιρετικά την εφαρμογή ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους ιδιοκτήτες παλαιών αγρών, που για οποιανδήποτε λόγο (ακόμα και λόγω υπαιτιότητας της διοίκησης – π.χ. εσφαλμένη συμπερίληψη αγροτεμαχίων σε ευρύτερες αναδασωτέες) έχουν δασωθεί. Στην πράξη, η ευνοϊκή αντιμετώπιση για τους ιδιώτες αφορά μόνο σε αγρούς του έτους 1945 που δεν έχουν δασωθεί πολύ, δηλαδή που το ποσοστό δασοκάλυψής τους είναι μεταξύ 15-25%! Στις περιπτώσεις που το ποσοστό δασοκάλυψης (δάσωσης) ξεπερνά το 25% τότε η έκταση χαρακτηρίζεται ως … ιδιωτικό δασοτεμάχιο, χωρίς καμία δυνατότητα αξιοποίησης. Δηλαδή, υπάρχει το παράδοξο της “επιβράβευσης” όσων εκχέρσωσαν μέχρι το έτος 2007 δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις, και της τιμωρίας όσων δεν μπόρεσαν (π.χ. για λόγους υγείας, μετανάστευσης κλπ), ή εξαναγκάστηκαν από μακροχρόνιες διενέξεις με τη δασική διοίκηση, ή δεν ήθελαν (π.χ κληρονομικοί ή οικονομικοί λόγοι) να αξιοποιούν γεωργικά ιδιωτικές εκτάσεις με γεωργικό χαρακτήρα κατά το παρελθόν (1945), για μεγάλο ή και βραχύ χρονικό διάστημα. Υπάρχουν περιοχές με εξαιρετικά ευνοϊκές κλιματεδαφικές συνθήκες, που χωρίς καθάρισμα – όργωμα εγκαθίσταται δασική βλάστηση ακόμα και μέσα σε 3-4 χρόνια. Σε μία ευνομούμενη Πολιτεία δεν μπορεί η Δασική Υπηρεσία να είναι ο μπαμπούλας που περιμένει να χαρακτηρίσει ως δασικά χωράφια και περιβόλια όπου σταματούν οι καλλιεργητικές φροντίδες, ακόμα και για μικρό χρονικό διάστημα. Ούτε είναι δυνατόν οι ιδιοκτήτες των εκτάσεων αυτών να εξαναγκάζονται να τις καλλιεργούν αδιαλείπτως για να μην θεωρηθούν ως δασικές.
Θα πρέπει, βέβαια, εδώ να σημειωθεί ότι θεωρητικά είναι δυνατή και στις εκτάσεις αυτές η έγκριση επέμβασης για γεωργική χρήση, με την πληρωμή του 50% του ανταλλάγματος χρήσης (συνοδευόμενη από την απαιτούμενη τεχνικο-οικονομική μελέτη και με τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων).
Η προηγούμενη ρύθμιση (άρθρο 12 ν. 3208/03) θεωρούσε ως ιδιωτικά δασοτεμάχια, τα προερχόμενα από δασωμένους αγρούς, μόνο τις περιπτώσεις εκείνες που αυτά καλύπτονταν από τα λεγόμενα κατονομαζόμενα 7 δασοπονικά είδη (πλάτανος, έλατο, δρυς -πλην πρίνου και αριάς-, πεύκο, οξυά, σκλήθρο, καστανιά). Με τον τρόπο αυτό, ένας μεγάλος αριθμός περιπτώσεων που αφορούσε δάσωση με θαμνώδη, εν γένει, είδη, όπως αείφυλλα – πλατύφυλλα, εξαιρούνταν των προστατευτικών διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, και η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν ήταν κενού περιεχομένου, όπως είναι σήμερα. Κατά την άποψή μας θα πρέπει να επανέλθει η διάταξη αυτή, τουλάχιστον για να είναι δυνατή η εκχέρσωση αποκλειστικά και μόνο για γεωργική χρήση, χωρίς την πληρωμή του ανταλλάγματος χρήσης.