Δασικοί Χάρτες, Κτηματολόγιο, ΟΣΔΕ και Ε9…

Καθώς πλησιάζει το τέλος της προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων για το 2ο πακέτο ανάρτησης Δασικών Χαρτών (σε Πέλλα, Καβάλα, Σέρρες, Κιλκίς, Ημαθία και αλλού), ας υπενθυμίσουμε ποιες έννομες συνέπειες προκύπτουν από την μη υποβολή αντίρρησης (σε περιπτώση που αυτή τεκμηριώνεται):

  1. Εάν η Κτηματογράφηση είναι σε εξέλιξη, η δήλωση δικαιωμάτων για δασικού χαρακτήρα περιοχές είναι πολύ πιθανόν να απορριφθεί (θα προκριθεί ως δικαιούχος το Ελληνικό Δημόσιο/ οικεία Δ/νση Δασών). Ομοίως, εάν έχει γίνει η 1η ανάρτηση και “τρέχει” προθεσμία υποβολής ένστασης, αυτή θα έχει μικρές πιθανότητες να γίνει δεκτή
  2. Δικαιοπραξίες (πχ μεταβιβάσεις ακινήτων ) απαιτούν πια Τοπογραφικό Διάγραμμα με υπεύθυνη δήλωση μηχανικού σχετικά με τον δασικό ή μη χαρακτήρα του ακινήτου, σύμφωνα με τους αναρτημένους ή κυρωμένους Δασικούς Χάρτες
  3. Δηλώσεις ενιαίας ενίσχυσης στο ΟΣΔΕ δεν θα γίνονται δεκτές, εάν αφορούν σε δασικές εκτάσεις (η υποβολή αίτησης εξαγοράς αφορά μόνο σε εκτάσεις με χαρακτήρα ΔΑ/ΧΑ, και καμία άλλη περίπτωση)
  4. Τέλος, όσον αφορά στις δηλώσεις Ε9 (από όπου προκύπτει και ο διαβόητος ΕΝΦΙΑ), αν και δεν έχει υπάρξει σχετική εγκύκλιος μέχρι στιγμής, συνάγεται εύκολα ότι όπου έχει γίνει μερική κύρωση Δασικού Χάρτη και το δηλούμενο ακίνητο στο Ε9 εμφανίζεται πλήρως ή εν μέρει ως δασικού χαρακτήρα έκταση (με πράσινο χρώμα), τότε θα πρέπει να γίνει σχετική διόρθωση στο Ε9 και η δηλούμενη έκταση να καταχωρισθεί ορθά στην στήλη “Δασικές εκτάσεις”.

Περί των νέων Τεχνικών Προδιαγραφών κατάρτισης Δασικών Χαρτών

Σε συνέχεια της δημόσιας πρόσκλησης του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειες για αποστολή σχολίων στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης για τις νέες Τεχνικές Προδιαγραφές (Τ.Π.) κατάρτισης Δασικών Χαρτών, δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο, με το οποίο συμμετείχαμε στη διαβούλευση.

Γενικό σχόλιο: 

Οι νέες Τεχνικές Προδιαγραφές (Τ.Π.) απλοποιούν δραστικά τις διαδικασίες κατάρτισης Δασικών Χαρτών μειώνοντας τα στάδια από 4 σε 2 και καταργώντας το σύνολο των εκτυπώσεων (ανά πινακίδα) και των αντίστοιχων παραδοτέων σε dxf, απαλάσσοντας τους μελετητές από ένα φαινομενικά περιττό βάρος (λογικά αναμένεται και αντίστοιχη μείωση της προεκτιμώμενης αμοιβής ανά στρέμμα). Κατά την άποψή μου η κατάργηση των εν λόγω παραδοτέων έρχεται να επικυρώσει την υποβάθμιση της ποιότητας του εν λόγω έργου, δεδομένου ότι οι νέες Τ.Π. απλά προσαρμόστηκαν στις άτυπες προδιαγραφές που χρησιμοποιήθηκαν για την επικαιροποίηση, θεώρηση και ανάρτηση του πακέτου των Δασικών Χαρτών, που είναι αυτή τη στιγμή στον “αέρα” (κυριολεκτικά και μεταφορικά), μία ανάρτηση που βιώνει διαδοχικές παρατάσεις για πολλούς και διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και θέματα χαμηλής ποιότητας, σε συνδυασμό με έλλειψη επαρκούς ελέγχου από τις Υπηρεσίες. Το ίδιο λοιπόν φαινόμενο πρόκειται να αναπαραχθεί στους νέους Δασικούς Χάρτες που θα είναι καρικατούρα του παλιού καλού εαυτού τους.

Γιατί χρειάζονται τα “περιττά” παραδοτέα:
Το βασικό πρόβλημα στις προηγούμενες Συμβάσεις ήταν ότι ο μελετητής έπρεπε να παράγει διαρκώς “τελικά” παραδοτέα (ανά πινακίδα) σε ενδιάμεσα στάδια, ενώ κανονικά αυτή του η υποχρέωση έπρεπε να αφορά μόνο την τελική παράδοση. Με την ετοιμασία των πινακίδων και την χειρωνακτική ή ημι-αυτόματη τοποθέτηση των ετικετών (labels) καθώς επίσης και με την “σοφή” ιεράρχηση και χρωματισμό των οριογραμμών, ο μελετητής “σάρωνε” αναγκαστικά όλη την περιοχή για τυχόν λάθη στη φωτοερμηνεία, ξεχασμένα πολύγωνα κλπ. Επιπλέον, υπήρχε διασφάλιση των τελικών παραδοτέων μέσω των τελικών εκτυπώσεων (πινακίδων και ΒΔ), ενώ μόνα τα παραδοτέα σε shapefile είναι γνωστό ότι μπορούν να αλλοιωθούν (σκόπιμα), χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό (κι αν γίνει τελικά θα δικαιολογηθεί ως λάθος…).
Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι η σύγχρονη τάση είναι να μην γίνονται εκτυπώσεις χωρίς λόγο και να παράγονται μόνο ψηφιακά δεδομένα, τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι οι μελέτες κτηματογράφησης (που και με νομολογιακή τεκμηρίωση δεν μπορούν να περαιωθούν χωρίς κυρωμένο Δασικό Χάρτη – άρα ο Δασικός Χάρτης είναι σημαντικότερο, αν όχι εξίσου σημαντικό- έργο), είτε εξυπηρετούν σκοπιμότητες, είτε βασίζονται σε απαρχαιωμένες πρακτικές και αντιλήψεις (και χρειάζονται ανάλογο “εκσυγχρονισμό”), όταν ζητούν στα τελικά παραδοτέα πλήρη σειρά εκτυπώσεων των κτηματολογικών διαγραμμάτων ανά πινακίδα και ΚΑΕΚ. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για το σύνολο των εκπονούμενων μελετών, και μάλιστα σε πολλαπλά αντίγραφα (πχ οι διαχειριστικές μελέτες με τον χάρτη τους αναπαράγονται σε 7 αντίτυπα)
Ακόμα και έτσι όμως, το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς διασφαλίζεται η ποιότητα και η αξιοπιστία των Δασικών Χαρτών, όταν είναι κοινό μυστικό ότι οι Δ/νσεις Δασών αδυνατούν να ελέγξουν το σύνολο της περιοχής ευθύνης του σε λίγους μόνο μήνες; Και μάλιστα, όταν οι νέες Τ.Π. προβλέπουν ακόμα περισσότερο ασφυκτικά χρονικά πλαίσια εκπόνησης και θεώρησης (10+2+6 μήνες για 1ο και 2ο στάδιο, και για ολόκληρες Π.Ε.)
Επί των υπό διαβούλευση Τεχνικών Προδιαγραφών:
(α) Στον Πίν.6.1 “Κριτήρια συμμόρφωσης παραδοτέων” (σελ. 40), το α/α 2 κριτήριο αναφέρεται στην “ακρίβεια οριοθέτησης εκτάσεων επί παλαιότερης και πρόσφατης λήψης αεροφωτογραφιών”. Το απαιτούμενο αποτέλεσμα είναι “>90% για δ.ε. 95% (σύμφωνα με το Προσάρτημα ΙΙ Στατιστικός Έλεγχος Ακρίβειας Οριοθέτησης Εκτάσεων)”. Σε σύνολο όλων κι όλων 10 κριτηριών (εκ των οποίων κάποια αφορούν πράγματι δεδομένες λεπτομέρειες για το datum, το προβολικό σύστημα, το μέσο αποθήκευσης, τις επιγραφές των μέσων αποθήκευσης), αν όχι σε σύνολο όλων των Τ.Π., πρόκειται για το πιο καθοριστικό κριτήριο, αφού από αυτό κρέμανται η αξιοπιστία των Δασικών Χαρτών και η επιτυχία της ανάρτησης όλη. Το Προσάρτημα ΙΙ όμως (σελ.47) αναφέρεται στη διαδικασία προσαρμογής των Κτηματικών Χαρτών του ν.248/76, αλλά ακόμα κι αν θέλαμε να συγχωρέσουμε μία τέτοια αβλεψία, Προσάρτημα Στατιστικού Ελέγχου στις Τ.Π. δεν υφίσταται. Που σημαίνει ότι είτε θα πρέπει αυτό να προστεθεί, είτε να αφαιρεθεί το κριτήριο α/α 2. Επίσης, θα περίμενε κανείς ότι το θέμα των αυτοψιών θα έπρεπε να ρυθμίζεται με δεσμευτικό τρόπο και να μην επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια των μελετητών, τα δε σημεία των αυτοψιών θα έπρεπε να αποτελούν ψηφιακό παραδοτέο του έργου (shapefile), ώστε να γνωρίζει κάθε ενδιαφερόμενος εάν ο χαρακτηρισμός ενός πολυγώνου έχει πιστοποιηθεί με αυτοψία.
(β) Στη σελ. 95 των ΤΠ (σελ.33 του Προσαρτήματος ΙV) αναφέρονται οι τιμές Landtype, όπου έχουν προστεθεί οι τιμές 29 και 30 (αφορά στα ιδιωτικά και πεδινά χορτολίβαδα), έχουν δε αφαιρεθεί οι τιμές που αφορούν τις περιοχές που καταρτίστηκε Κτηματικός Χάρτης του ν.248/76 (τιμή 2). Αυτό σημαίνει πλέον ότι ο πολίτης στην ανάρτηση δεν θα μπορεί να γνωρίζει εάν ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τους Κ.Χ. ή είναι προϊόν φωτοερμηνείας; Ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί αυτό; Επίσης, θα γίνεται και οριοθέτηση των ιδιωτικών και πεδινών χορτολίβαδων; Πού προκύπτει η υποχρέωση αυτή από το προηγούμενο κείμενο των Τ.Π.;
(γ) Στην ενότητα 3.7.1 “Απόδοση ορίων αναδασωτέων εκτάσεων” (σελ. 20-21) αναφέρεται ότι σε περιπτώσεις που “οι αναδασωτέες εκτάσεις επικαλύπτονται πολλαπλώς μεταξύ τους”, αυτές απεικονίζονται με ενιαία εξωτερική οριογραμμή, λαμβάνοντας ως πρωτεύοντα χαρακτηρισμό από τη φωτοερμηνεία ή τυχόν Πράξη Χαρακτηρισμού και δευτερεύοντα χαρακτηρισμό την τιμή “ΑΝ”. Επειδή πρόκειται για μία καινοτομία στον τρόπο καταχώρισης των αναδασωτέων εκτάσεων θα πρέπει να διευκρινισθεί ρητά εάν αφορά μόνο αναδασωτέες που “επικαλύπτονται πολλαπλώς μεταξύ τους” ή γενικά όλες τις αναδασωτέες. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω Προδιαγραφή χρειάζεται επανεξέταση και κάποια τεκμηρίωση αφού θα μπορούσε να εγείρει ακόμα και θέματα συνταγματικότητας, λόγω της αυξημένης προστασίας που χαίρουν οι αναδασωτέες εκτάσεις, με βάση το άρθρο 117 Συντάγματος.
(δ) απαιτείται σχετική τεκμηρίωση ή εισηγητική έκθεση για το σύνολο των αλλαγών που έρχονται στις Τ.Π., δεδομένου ότι οι ισχύουσες μέχρι σήμερα εφαρμόστηκαν για περισσότερα από 15 χρόνια

Οι Δασικοί Χάρτες ενώπιον του ΣτΕ

Αναδημοσιεύουμε παρακάτω την εισήγηση του αξιότιμου κ. Σ. Ρίζου, η οποία έγινε στην Ημερίδα της 7-3-2017 στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο ΔΣΑ στην Αθήνα:

ΟΙ ΔΑΣΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

Αποπειρώμαι να σας παρουσιάσω ένα εγχείρημα εξελιχθέν σε πολύπλοκο και ακανθώδες, λόγω του ότι το έδαφος στο οποίο επιχειρείται να πραγματοποιηθείείναι γεμάτο από αλυσιδωτές παρανομίες. Το θέμα αυτό είναι η σύνταξη δασολογίου στον ελληνικό εθνικό χώρο.

Θα αναφερθώ στα νομικά γεγονότα-σταθμούς της ιστορίας αυτού του θέματος, με εστίαση στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Α. Με τον εξαιρετικό σε ποιότητα ρυθμίσεων και γλωσσική αισθητική νόμο 998/1979 γίνεται η πρώτη συστηματική θεσμοθέτηση του Δασολογίου. Είναι ο πρώτος σταθμός. Ειδικότερα προβλέφθηκε:

Ως προς το περιεχόμενο του δασολογίου η φωτογράφηση των δασών και η χαρτογράφησή τους ως δύο διακεκριμένες ενέργειες. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι δράσεις αυτές ανατίθενται αποκλειστικώς στη δασική υπηρεσία η και σε άλλα όργανα, αλλά πάντως κρατικά όργανα. Βάσει των φωτογραφήσεων και των χαρτογραφήσεων συντάσσονται οι δασικοί χάρτες.

Ο ίδιος νόμος προβλέπει και μία πλήρη διαδικασία αμφισβητήσεως των δασικών χαρτών, αναγκαία για ένα ορθό αποτέλεσμα. Ειδικότερα θεσμοθετείται η δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων, μετά την κρίση των οποίων ακολουθεί το τελευταίο στάδιο, η κύρωση των δασικών χαρτών από τον Υπουργό της Γεωργίας. Αξιες προσοχής εν προκειμένω είναι οι διατάξεις που καθορίζουν το περιεχόμενο των αντιρρήσεων το οποίο συνίσταται αποκλειστικώς στην αμφισβήτηση του δασικού χαρακτήρος των εκτάσεων και όχι και στη θέση ζητημάτων αφορώντων την ιδιοκτησία. Το εκτελεστικό του νόμου Π.Δ. 1141/1980 (ΦΕΚ 288), περιέχει τις λεπτομέρειες της διαδικασίας συντάξεως του δασολογίου, οπότε από το έτος αυτό υπάρχει έτοιμο το θεσμικό πλαίσιο.

Ο νομοθέτης όφειλε να προβλέψει και προέβλεψε τη ρύθμιση για τη μεταβατική περίοδο μέχρι τη σύνταξη του δασολογίου. Αυτή περιέχεται στο άρθρο 14, πασίγνωστο στη διοίκηση και στο Συμβουλίου της Επικρατείας, καθόσον αποδείχθηκε το μακροβιότερο στοιχείο του νόμου. Μας λέγει η διάταξη αυτή ότι μέχρις ότου σχηματισθεί η έγκυρη και μη δυνάμενη να αμφισβητηθεί εικόνα των δασών διά του δασολογίου, οι αμφισβητήσεις περί τον δασικό χαρακτήρα των εκτάσεων θα επιλύονται από τον Δασάρχη και τελικώς από μία Επιτροπή, ένα συλλογικό όργανο, η οποία θα αποφαίνεται για την ορθότητα των αποφάσεων του μονομελούς οργάνου. Όλα καλά και ορθόδοξα, εφόσον η διάταξη αυτή λειτουργούσε ως μεταβατική και δεν εξηλλάσσετο σε πάγια ρύθμιση. Πράγμα το οποίο και έγινε, αφού ισχύει μέχρι σήμερα. Δηλαδή, 38 έτη μετά την ισχύ του νόμου. Με βαρύτατες συνέπειες για τον δασικό πλούτο της Χώρας, για την βιωσιμότητα του αστικού χώρου λόγω της διαρκούς συρρικνώσεως των περιαστικών δασών, της υπεραπασχολήσεως των δασικών υπηρεσιών και της εκτροπής τους από το κύριο έργο τους, της βαθμιαίας αναπτυσσόμενης διαφθοράς, τελικώς δε και της δυσανάλογης επιβαρύνσεως της Διοικητικής Δικαιοσύνης. Όλα αυτά δε, κατά μέγα μέρος, απότοκα της inconcreto κρίσεως, η οποία στερείται της αντικειμενικότητας, της σταθερότητας και της ταχύτητας που χαρακτηρίζουν ένα καθολικό πληροφοριακό σύστημα με βάση την εικόνα και το χάρτη.

Β. Ο δεύτερος σταθμός είναι η απόφαση 2818/1997 του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπό την προεδρία του Μιχαήλ Δεκλερή, του οποίου η συμβολή στη σύλληψη και έκφραση των ιδεών της αποφάσεως είναι πασίδηλη και μόνον από την ανάγνωση του κειμένου της. Ανήκει η απόφαση αυτή στα μεγάλα έργα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Προσεβάλλετο από περιβαλλοντικό σωματείο η παράλειψη της διοικήσεως να καταρτίσει και να θέσει σε ισχύ το δασολόγιο, που εκδηλώθηκε με την πάροδο τριμήνου από την υποβολή στις 6.8.1990 σχετικής αιτήσεως προς τον Υπουργό γεωργίας και όλους τους Νομάρχες της Χώρας. Το δικαστήριο εκκινεί από τον ισχύοντα νόμο του 1979, παραθέτει όλες τις κρίσιμες διατάξεις αλλά εν συνεχεία τρέπεται στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 24, από την οποία συνάγει ευθέως και σε επίπεδο υπερέχον του κοινού νόμου αφενός την αρχή ότι τα ευπαθή οικοσυστήματα, μεταξύ των οποίων τα δάση υπάγονται στην άμεση προστασία της διατάξεως αυτής αφετέρου την αναγκαιότητα συντάξεως εθνικού δασολογίου, καθόσον «θεμελιώδης προϋπόθεση για την προστασία των δασών, που απορρέει από τη φύση των πραγμάτων…είναι η προηγούμενη απογραφή τους» Συνεχίζοντας δε αναφέρει επί λέξει: «Η ακριβής γνώση του προστατευτέου αγαθού (σ. κατά το άρθρ. 24) είναι αυτονόητος όρος για τη λήψη προστατευτικών μέτρων και την αποτελεσματικότητά των. Ετσι η έγκυρη απογραφή του δασικού κεφαλαίου με ένα συστηματικό τρόπο, σύμφωνα με τους κανόνες της δασικής επιστήμης και της τεχνικής και η συνακόλουθη δεσμευτικότητά της τόσο για τη διοίκηση όσο και για τους διοικουμένους αποκόπτει από τη ρίζα κάθε αμφισβήτηση σχετικά με τον χαρακτήρα μιάς εκτάσεως ως δάσους…»Υπογραμμίζω δύο επί πλέον ουσιώδεις παρατηρήσεις της αποφάσεως. Η πρώτη αφορά την ενδικοφανή διαδικασία του άρθρου 14για την οποία λέγει, προαισθανόμενη τα μελλοντικά, «η χρονοβόρα αυτή διαδικασία με τον αποσπασματικό, εμπειρικό χαρακτήρα και τις ατέλειες που είναι συνυφασμένες με την περιπτωσιολογική αντιμετώπιση του καίριου αυτού θέματος, είναι ανεκτή μόνο για το μεταβατικό διάστημα που απιτείται για τη συντέλεση του δασολογίου. Το Σύνταγμα….και ο νόμος δεν ανέχονται την διαιώνιση της διαδικασίας αυτής και την συνακόλουθη υποβάθμιση της δασικής προστασίας….». Η δεύτερη παρατήρηση είναι εξίσου καίρια και επίκαιρη: «Πρέπει δε συναφώς να διευκρινισθεί ότι η υποχρεωτική, κατά τα άνω, χαρτογράφηση των δασών και η κατάρτιση του εθνικού δασολογίου αποβλέπουσα στην υποστήριξη των αναγκαίων πληροφοριακών συστημάτων για την σύντομη ρύθμιση των χρήσεων γης και ούσα κατά κοινήν πείραν, εφικτή, επί τη βάσει της συγχρόνου συναφούς τεχνολογίας και ιδίως της τηλεπισκοπήσεως, εντός βραχέος χρονικού διαστήματος, έχει αυτοτέλεια και δεν εξαρτάται από την διαδικασία καταρτίσεως εθνικού κτηματολογίου, το οποίο αποβλέπει και εις άλλους έννομους σκοπούς και του οποίου η ολοκλήρωση, συνδεομένη με τη κρίση ιδιοκτησιακών ζητημάτων, απαιτεί πολυετή προσπάθεια. Τυχόν δε επιχειρούμενη τοιαύτη συνάρτηση είναι ανεπίτρεπτη, διότι η μεν κατάρτιση του εθνικού κτηματολογίου θα απαιτήσει από την φύση της, πολύ χρόνο, εν τω μεταξύ δε θα είναι πράγματι αδύνατη η παροχή εννόμου προστασίας στα δάση, άνευ του αντικειμενικού πληροφορικού συστήματος του δασολογίου, διότι την αξιοπιστία του συστήματος τούτου δεν παρέχει η περιπτωσιολογική κρίση των επιτροπών του ρηθέντος άρθρου 14 ν. 998/79, κυρίως διότι δεν στηρίζεται στην συνολική αποτύπωση των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας»

Εν τέλει η παράλειψη της Διοικήσεως ακυρώνεται και επισημαίνεται στη Διοίκηση ότι αφού παρήλθε ο εύλογος χρόνος για την κατάρτιση δασολογίου από της ισχύος του ν. 998/1979 «δεν μπορεί, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, να λειτουργήσει η ενδικοφανής διαδικασία του ως άνω άρθρου 14 του νόμου 998/1979 και συνεπώς οι σχετικές πράξεις του δασάρχη και των επιτροπών, Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων δεν θα είναι εξ αυτού, και μόνον λόγου, νόμιμες, υποκείμενες άνευ άλλου τινός σε ακύρωση».

Γ. Τι θα ανέμενε κανείς από την πολιτική εξουσία και τη διοίκηση μετά από αυτόν τον ισχυρό κραδασμό? Ασφαλώς την αλλαγή ρυθμών και την συντέλεση του δασολογίου εντός των σαφών προδιαγραφών της αποφάσεως. Ουδέν από τα δύο συνέβη. Η πολιτική εξουσία πλουσία και ματαιόδοξη λόγω των εκ του εξωτερικού ενισχύσεων ησχολείτο με αλλότρια είτε εφήμερα είτε ονειρικά, και όχι με έργα απλά αλλά πολύ βασικά για την επι τέλους ένταξη της χώρας στο καλώς εννοούμενο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Ετσι, με τον ν. 2664/1998 περί κτηματολογίου, επιχειρούνται ορισμένες ρυθμίσεις, οι οποίες αφενός απαντούν και μάλλον αρνητικά στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και αφετέρου συνδέουν για πρώτη φορά το δασολόγιο με την Κτηματολόγιο Α.Ε αλλά και ιδιωτικά γραφεία, εν πολλοίς δε μεταφέρουν στην εταιρεία αυτή αρμοδιότητες της δασικής υπηρεσίας. Πρόκειται για τις διατάξεις: άρθρου 26 παρ. 7

Αυτή είναι μία απόκλιση από την άποψη του Δικαστηρίου ότι το δασολόγιο είναι ανεξάρτητο του κτηματολογίου και ότι αυτό είναι έργο της δασικής υπηρεσίας. Εξηγείται κυρίως με την κοινώς γνωστή, διαχρονική δε, παραμέληση της δασικής υπηρεσίας, που εκφράζεται κατά την ίδια περίοδο με την αφαίρεση του έργου της δασοπυρόσβεσης από αυτήν και την μετάθεσή του στις αστικές πυροσβεστικές υπηρεσίες. Εξηγείται και με την εγκαινιασθείσα ιδεολογική εκστρατεία περί της υπεροχής του ιδιωτικού έναντι του δημοσίου, ιδεολογίας παντελώς ατεκμηρίωτης και αναπόδεικτης.

Με τον ίδιο νόμο επαναλαμβάνεται η διάταξη του άρθρου 14 του ν. 998, προφανώς για να επιδειχθεί ότι η πολιτική εξουσία εμμένει στο καθεστώς του ad hoc χαρακτηρισμού για όσο χρόνο αυτή φρονεί εναντίον των όσων έγιναν δεκτά με τη βασική απόφαση.

Δ.Τα επακολουθήσαντα νομικά γεγονότα απαρτίζονται από τη συμπλήρωση και διεύρυνση της προστασίας του δάσους, με ρητή υποχρέωση συντάξεως δασολογίου στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 και προσθήκη ερμηνευτικής δηλώσεως, που περιέχει τον ορισμό του δάσους σύμφωνα με τις παραδοχές του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Επακολουθούν δύο νομοθετήματα ο ν. 3208/2003 και ο ν. 3889/2010 εκ των οποίων το πρώτο αποπειράται, μεταξύ των άλλων, να εξειδικεύσει τον ορισμό του δάσους, όπως αυτός περιέχεται στο αναθεωρημένο σύνταγμα. Αποτυγχάνει όμως και προκαλεί μακρόχρονη δικαστική έριδα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία τελικώς καταλήγει στην απόφαση της Ολομελείας 32/2013.

Ε. Η απόφαση αυτή συνιστά τον τρίτο σταθμό στην εξέλιξη του έργου του δασολογίου, καταλήγει δε στην ακύρωση αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας του 2005, που εκδόθηκε με εξουσιοδότηση του νόμου αυτού και αφορούσε θέματα σχετικά με την κατάρτιση του δασολογίου. Η κατάληξη αυτή υπαγορεύεται από τις ερμηνευτικές θέσεις του Δικαστηρίου, κατά τις οποίες οι ορισμοί που περιέλαβε ο νόμος του 2003 υπερέβαιναν τον συνταγματικό ορισμό με κίνδυνο δασικές εκτάσεις να παύουν να θεωρούνται δασικές και να μεταπίπτουν σε άλλες κατηγορίες (γεωργικές, κτηνοτροφικές κλπ). Εν τω μεταξύ, στα πλαίσια της δίκης αυτής, είχε ανασταλεί η προσβληθείσα υπουργική απόφαση και συνεπώς και η οποιαδήποτε πρόοδος της διαδικασίας του δασολογίου.Προφανώς εν όψει των συνθηκών αυτών, με τον δεύτερο νόμο του 2010 ανακατασκευάζεται το νομοθετικό πλαίσιο αρμοδιοτήτων και διαδικασιών του δασολογίου προς τις ίδιες κατευθύνσεις του ν. του 1998. Ετσι, παρά την μνεία των δασικών υπηρεσιών ως αρμοδίων, συστηματοποιείται η διακριτική εξουσία του πολιτικού όργανου, δηλ. πλέον του Υπουργού Περιβάλλοντος (στο Υπουργείο αυτό είχε ενταχθεί η δασική υπηρεσία από το 2009), ο οποίος δύναται να αναθέτει την κατάρτιση των δασικών χαρτών σε ιδιωτικά γραφεία, με την αόριστη προϋπόθεση «αν η κατάρτιση του δασικού χάρτη δεν μπορεί να γίνει από την αρμόδια Διεύθυνση Δασών».Επί πλέον, ο ρόλος των ιδιωτικών γραφείων και της ΑΕ Κτηματολογιο διευρύνεται σημαντικά (βλ. άρθρο 13 σε σύγκριση με άρθρο 27 παρ.7 του ν.2664/1998). Απομάκρυνση από τον κρατικό παράγοντα καταδεικνύεται και στην ρύθμιση της συνθέσεως των Επιτροπών Εξετάσεως Αντιρρήσεων, εκ των τριών μελών των οποίων μόνον ο ένας είναι δασολόγος, οι δε λοιποί ένας υπάλληλος τοπογράφος η γεωπόνος και ένα μέλος του ΝΣΚ η δικηγόρος[1].Με την αιτιολογική έκθεση επιχειρείται να δικαιολογηθούν οι αλλαγές αυτές με το επιχείρημα ότι πρέπει «…να ξεπερασθεί η σοβαρή σήμερα έλλειψη προσωπικού των δασικών Διευθύνσεων και των Δασαρχείων – εξ αιτίας της οποίας θα ήταν αναπόφευκτες οι υπερβολικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της διαδικασίας κύρωσης…» Με τη φράση αυτή ομολογείται κατά κυνικό τρόπο από την πολιτική εξουσία η παραμέληση της δασικής υπηρεσίας, του βασικότερου άξονα προστασίας των δασών εν Ελλάδι.

ΣΤ. Υπό τις συνθήκες αυτές και εντός του τέλματος διαδικασιών και διασταυρώσεως αρμοδιοτήτων, που μαθηματικώς οδηγούν σε ματαιώσεις στόχων, έρχεται ο τέταρτος σταθμός στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.Πρόκειται για τις προδικαστικές αποφάσεις 805-808/2016 της 7μελούς συνθέσεως του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι αποφάσεις αυτές,κατ’ αρχήν, δεν μπορούσαν να ασχοληθούν εις βάθος με τα ζητήματα που γεννά ο τελευταίος νόμος του 2010, διότι οι αιτήσεις ακυρώσεως έχουν ασκηθεί τά έτη 2007 και 2008 και αφορούν παραλείψεις της Διοικήσεως, είτε του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης είτε του Υπουργού Περιβάλλοντος είτε των Αρχών του κτηματολογίου (Κτηματολόγιο Α.Ε και, κατόπιν, Οργανισμός Κτηματολογίου και χαρτογραφήσεων Ελλάδας) να κινήσουν η να ολοκληρώσουν τη διαδικασία καταρτίσεως δασικών χαρτών σε ορισμένους (107) Ο.Τ.Α.Για διάφορους όμως λόγους, στις αποφάσεις εκτίθενται εν περιλήψει οι βασικές ρυθμίσεις και του νεότερου νόμου καθώς και νέων τροποποιήσεων με τους νόμους 4030/2011 (φ. 249, άρθρ. 55) και 4164/2013(φ.156, άρθρ. 7) αφορώσες και πάλι την ανάμειξη της Α.Ε Κτηματολόγιο στις αρμοδιότητες καταρτίσεως, αναρτήσεων, διορθώσεων κλπ των δασικών χαρτών. Το Ε΄Τμήμα προσπαθεί να λύσει δύο ζητήματα: Το πρώτο αφορά την αρμοδιότητα όσων αναμειγνύονται με την διαδικασία παραγωγής των δασικών χαρτών. Λέγω «όσων αναμειγνύονται», διότι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών, η αναμφισβήτητη στην αρχή αρμοδιότητα των δασικών οργάνων έχει κατακερματισθεί και διαμελισθεί μεταξύ Υπουργείου Περιβάλλοντος, της Εταιρείας του Κτηματολογίου υπό διάφορες ονομασίες και των ιδιωτών, με τρόπο δε τέτοιο που ελάχιστοι μπορούν να γνωρίζουν πλήρως το ανά πάσαν στιγμή μεταβαλλόμενο δίκαιο. Ηδη οι προδικαστικές αποφάσεις μνημονεύουν τρείς νόμους, τροποποιητικούς αρμοδιοτήτων και διαδικασιών, που έπονται των προσβαλλομένων παραλείψεων. Τρείς μήνες μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων δημοσιεύεται ο ν.4389/2016«Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 94/27.5.2016), ο οποίος μέσα στις 3.767 σελίδες του, περιλαμβάνει και 14 σελίδες που αντικαθιστούν όλες τις σχετικές διατάξεις του ν. 3889/2010.[2] Σύμφωνα με την άποψη του Τμήματος, η οργάνωση της αρμοδιότητος με διάσπασή της μεταξύ της δασικής υπηρεσίας, μιάς Ανωνύμου Εταιρείας Κτηματολογίου και ιδιωτικών γραφείων εκπονήσεως δασικών μελετών δεν έχει συνταγματικό πρόβλημα, διότι, οι τυχόν αδυναμίες ως προς τους ανατιθέμενους ρόλους, θεραπεύονται από την πρόβλεψη θεωρήσεως και εποπτείας από δασικές αρχές και από τηθεσμοθέτηση με κοινές υπουργικές αποφάσεις λεπτομερών τεχνικών προδιαγραφών του έργου. Καθώς επίσης, και από την πρόβλεψη συλλογικών διοικητικών οργάνων με μέλη διαθέτοντα τις αναγκαίες επιστημονικές γνώσεις που θα αποφασίζουν για τις αντιρρήσεις κατά των δασικών χαρτών, στα οποία θα μπορούν να ασκούν αντιρρήσεις και οι δασικές υπηρεσίες.

Το δεύτερο ζήτημα αναφέρεται στη σχέση δασικών χαρτών και κτηματογραφήσεως(Εθνικού Κτηματολογίου) και δή από την άποψη αν η κτηματογράφηση μπορεί να χωρήσει και να ολοκληρωθεί στις αντίστοιχες περιοχές προ της κυρώσεως των δασικών χαρτών η των συναφών διοικητικών πράξεων (όπως είναι οι αποφάσεις άρθρου 14 ν.998, αποφάσεις αναδασώσεων). Επί του θέματος αυτού το Τμήμα φέρεται προς την άποψη ότι οι κυρωμένοι δασικοί χάρτες αποτελούν προϋπόθεση εγκύρου κτηματογραφήσεως, διότι μόνο σε αυτούς αποτυπώνονται με πληρότητα και ακρίβεια τα όρια και η φύση των δασικών περιοχών και μόνο με αυτούς κατοχυρώνεται το τεκμήριο ιδιοκτησίας του Δημοσίου, αφού ελλείψει αυτών ελλείπει και ο νόμιμος τίτλος αυτού για τη δήλωση των δασικών περιοχών. Με τις σκέψεις αυτές το Τμήμα άγεται στη έκδοση προδικαστικών αποφάσεων με τις οποίες υποχρεώνει τη Διοίκηση εντός έξη μηνών από την κοινοποίησή τους να απαντήσει σε τρία ερωτήματα: α) αν στις επίμαχες περιοχές των 107 ΟΤΑ ελήφθησαν υπ’ όψιν δασικοί χάρτες β) αν οι δασικοί χάρτες έχουν καταρτισθεί σύμφωνα με την 32/2013 απόφαση της Ολομελείας, δηλ. χωρίς τα ελαττώματα του ορισμού του δάσους που είχε ο ν. 3208/2003 και γ)αν έχουν εκδοθεί άλλες πράξεις κατ΄ εφαρμογήν του προηγούμενου νόμου, όπως πράξεις χαρακτηρισμού (προφανώς για τις ίδιες περιοχές). Το Τμήμα θεώρησε ότι στο διάστημα αυτό η Διοίκηση μπορούσε νομίμως να ολοκληρώσει τις διαδικασίες κυρώσεως δασικών χαρτών, προφανώς για να βοηθήσει στη διατήρηση του κύρους εκκρεμών κτηματογραφήσεων.

Κατόπιν των προδικαστικών αποφάσεων ήδη έχουν δικασθεί και πάλι οι υποθέσεις αυτές ενώπιον του Ε΄ Τμήματος και αναμένεται η έκδοση των αποφάσεων.

Ζ. Κριτική αποτίμηση των αποφάσεων αυτών είναι δυσχερής. Κατά την άποψή μου το τοπίο, όπως διαμορφώθηκε – πιθανώς στοχευμένα – από την πολιτική εξουσία επί είκοσι χρόνια μετά την έκδοση της βασικής αποφάσεως του 1997, έχει αποκλίνει σε βασικά σημεία από τις επιταγές της αποφάσεως αυτής αλλά και από τον αρχικό νόμο του 1979. Βασική αρχή ήταν η σαφής και αποκλειστική αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας, η οποία στρεβλώθηκε αμέσως μετά με τον νόμο του 1998 και ακολούθως με τους νόμους του 2003, του 2010, του 2011, 2013 και 2016. Η απαίτηση, η διαχείριση της προστασίας τεχνικών τομέων του περιβάλλοντος να γίνεται από διοικητικά όργανα αρμόδια και τυπικώς αλλά και εξ απόψεως επιστημονικής εμπειρίας, υπήρξε πάντοτε ο πυρήνας της μεθόδου που χαρακτήρισε τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά το έτος 1990. Εν προκειμένω η δασική υπηρεσία της Ελλάδος παραμελήθηκε μεθοδικά επί σειρά δεκαετιών, ώστε τελικώς ο νομοθέτης να επικαλείται τις ίδιες αυτού παραβατικότητες για να δικαιολογήσει τον παραμερισμό της σε ρόλο κομπάρσου σε ένα έργο που κατά φύσιν μόνο αυτή θα μπορούσε να επιτελέσει με επιτυχία. Διότι όλα τα όργανα που ανέμειξε η πολιτική εξουσία στην μακρόσυρτη διαδικασία καταρτίσεως δασολογίου είναι ξένα προς το δάσος, τη ζωή του, τη διαχείρισή του και την ιστορία του. Τα όργανα αυτά δεν έχουν ούτε τη θεωρητική γνώση ούτε την εμπειρία ούτε την ιδεολογία των δασικών υπαλλήλων. Ως εκ τούτου, πολλές αντιρρήσεις μπορεί ανέτως να έχει κανείς με την δικαστική προσπάθεια να δικαιολογηθεί η μεγάλη αυτή απόκλιση από το βασικό πρότυπο. Για τον απλούστατο λόγο ότι «θεωρήσεις» και «εποπτείες» και «τεχνικές προδιαγραφές» δεν συνιστούν την ουσία του έργου αλλά απλώς τυπικές διαδικασίες επικυρώσεως προηγούμενου πολύπλοκου ουσιαστικού έργου, που το έχουν δημιουργήσει άλλοι. Το ζήτημα είναι βέβαια τι θα μπορούσαν να κάνουν οι δικαστές, αντιμέτωποι με de factoκαταστάσεις που επιμελώς όρθωσε το πολιτικό σύστημα υπακούοντας στις πελατειακές του ανάγκες. Διότι στις τελευταίες λέξεις κρύβεται όλη η καχεξία η και η δολιοφθορά εναντίον του μεγάλου αυτού έργου. Γράφει ο Πρόεδρος Μιχαήλ Δεκλερής: «Οι εκάστοτε κυβερνήσεις… ενεργούν μόνον ευκαιριακώς και αποσπασματικώς για το περιβάλλον…Εντεύθεν και η μετάθεση του περιβαλλοντικού προβλήματος από την Διοίκηση στα Δικαστήρια και ειδικώς στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Εάν η πολιτεία είχε πράξει όσα επιτάσσει το Σύνταγμα, ο ρόλος των δικαστηρίων θα ήτο ασφαλώς περιωρισμένος.Αλλ’ η Διοίκηση πάσχει από την παντοδυναμία πελατειακού συστήματος διακομματικού και διαχρονικού χαρακτήρος, το οποίον απεχθάνεται την τάξη, διότι τρέφεται και ενδυναμούται από την αταξία»[3] Εν όψει όλων αυτών, θεωρώ ότι δεν νομιμοποιούμαι να κρίνω αρνητικά τις αποφάσεις του Ε΄Τμήματος.

Αθήνα, 7.3.2017

[1] Αρθρο 27 παρ. 3 του ν. 2664/1998, μετά την τροποποίηση με το άρθρο 5 του ν. 3208/2003. Και η ρύθμιση, όμως, του ν. 3889 τροποποιείται με τους νόμους 4030/2011 (άρθρο 55) και 4164/2013 (άρθρο 7), τελικώς δε με τον ν.4389/2016, άρθρο 153 παρ.ΣΤ΄ το οποίο αλλάζει πάλι τη σύνθεση των Επιτροπών Αντιρρήσεων: «Οι ΕΠ.Ε.Α. αποτελούνται από: α) έναν (1) δασολόγο ως Πρόεδρο, υπάλληλο με βαθμό Α΄ του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) ή φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α΄ 65), β) ένα (1) δασολόγο ή δασοπόνο ή γεωπόνο Π.Ε. ή Τ.Ε. ή τοπογράφο Π.Ε. ή Τ.Ε., υπάλληλο του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα και γ) ένα (1) δικηγόρο τουλάχιστον παρ΄ εφέταις υποδεικνυόμενο από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο ή έτερο δικηγορικό σύλλογο της Επικράτειας, με τους αναπληρωτές τους, ως μέλη».

 [2] Βλ. χαρακτηριστικά τις αλλαγές στη σύνθεση των Επιτροπών Αντιρρήσεων στο άρθρο 153 παρ.ΣΤ.

[3] Μιχαήλ Δεκλερή, Το Δίκαιο της Βιωσίμου Αναπτύξεως (2.000) σελ.14-15.